, , |
νεώς
I
-ώ ὁ . = ναός [ναός , ]
II
. gen. ναῦς [ναῦς , ].
poto (.)
1) , (p. aquas O; p. vinum Pl, PM);
2) . ( ), , (fera, quae potat Araxen SenT);
3) , (sudorem Lcr);
4) .
ποτής (-ῆτος) ἡ ; ex. (μέ σῖτος μηδὲ π. Hom.);
ποτόν τό
1) , ; ex. (σῖτα καὴ ποτά Her.);
2) , ; ex. π. κρηναῖον Soph. ;
ποτίζω, . ποτίσδω
1) , ; ex. γάλα τινὰ π. NT. -. ;
2) , ; ex. (τὰ φυόμενα Xen.; χθόνα Anth.; φυτεύειν καὴ π. NT.; αἱ ῥοιαὴ δι΄ ὕδατος ποτιζόμεναι Arst.);
ποταμός ὁ Hom., Hes., Trag., Plat.
Ποτιδᾶν, -ᾶνος ὁ . = Ποσειδῶν
Ποτειδάν (ᾱ), -ᾶνος ὁ . = Ποσειδῶν
ποταμηδόν (ποταμη-δόν) adv. ; ex. (οἶνος ἔρρει π. Luc. ).
κυνηδόν (κῠνη-δόν) adv. -; ex. (σιτεῖσθαί τι Arph.; ἐμφορεῖσθαι Luc.);
ἱππηδόν (ἱππη-δόν) adv. 1) ; 2) , , ;
κτηνηδόν (κτηνη-δόν) adv. , -; ex. (μισγόμενοι Her.).
Ποσίδειος, . Ποσῐδήϊος 2 , ; ex. (ἄλσος Hom., HH.);
Ποσίδειον, . Ποσῐδήϊον τό ( ) Hom.
,
, -,
!
(. XLII, 440)
nepos, nepotis m
1) ;
2) C; H, V, O etc.;
3) . Eutr, Hier;
νέποδες (νέ-ποδες) = . nepotes
I.
1) ; ex. φῶκαι () Hom.
2) Anth. = ἰχθύες ()
II. οἱ <νέω> Theocr.
νε-
I. . = νέος; [νέος , , ; ex. (ἄνθρωποι Hom.; ἄνδρες Plat.)];
II. . = ναῦς; [ναῦς , ].
πόσις, -εως τό , ;
δονέω 1) , ; 2) , ; 3) , ; 4) , .
, Ποσειδῶν, , , , , . , , , Ποσίδεσμος
[. ( )]
ποσίδεσμος (ποσί-δεσμος) ὁ Plat.
ποσί dat. pl. πούς;
πούς, ποδός ὁ (acc. Aesop. ποῦν; gen. dual. ποδοῖν . ποδοῖϊν; dat. pl. ποσί . ποσσί πόδεσσι)
1) , . ; ex. ὑπὸ πόδας τίθεσθαί τινα Plut. -.; περὴ πόδα Luc. , , . ;
2) , ; ex. (Ἴδης Hom.);
3) , ; ex. (ἀσκοῦ Eur., Plut.);
4) , ; ex. χαλᾶν πόδα Eur. ἐνδοῦναι τοῦ ποδός Luc. ;
5) . , ; ex. (νηός Hom.);
δεσμός ὁ (pl. . δεσμά)
1) ;
2) ; ex. (ἄνευ δεσμοῖο νῆες Hom.);
3) ;
4) , ;
5) , ;
6) . ;
7) . pl. , ; ex. δεσμοῖς Thuc. , ;
8) . , ; ex. (δεσμοὴ φιλίας Plat.);
9) . pl. , ;
10) , ;
11) , .
Ἐρεχθεύς (-έως -έος, . -ῆος) ὁ , Plut.;
ἐρέχθω , , ; ex. νηῦς ἐρεχθομένη ἀνέμοισιν Hom. , ( ) .
, , . () , ; .
(. . , XXI:5)
, , , , .
(.. )
. , , , , , , , , .
(. . , XXXIV:2)
, , , , , .., , . , , . , (II, 53), , , . , , , , .
(.. .)