|
() Ursus rtos. - . , . - - . , ? , . russos - .
, , - .
( )
Arctos, ī f v. l. = Arctus.
Arctus (-os), ī f (.)
1. (. Ursae, Triones, Septemtriones, Currus, Plaustra) (); pl. Arctoe (Arcti) V, . Arctoe duae C geminae Arcti O, Prp [ ] ;
2. . , (opacam Arcton excipere H. );
3. . Prp., Cld.;
4. pl. () Lcn, Cld.
ἄρκτος ὁ, . ἡ (. gen. ἄρκτω)
1. , Hom., HH, Arst. etc.;
2. (. ἅμαξα) Hom., Her., Xen., Arst., Polyb. (αἱ ἄρκτοι Her., Plat., Arst. );
3. Her., Plat., Arst. (ἡ ἑτέρα ἄ Arst. );
4. . pl. (οἱ πρὸς ὑπὸ τὴν ἄρκτον τόποι Arst.);
5. ( ) Arst.;
6. (, Βραυρώνια, ) Eur., Arph.
( . ἄρκτος , ἀρκτικός , ) - , .
Ursus arctos ;
Ursus arctos horribilis ;
Ursus arctos isabellinus ;
Ursus maritimus ;
Ursus polaris .
Arctodus simus ;
Arctodus pristinus , , .
Tremarctinae (Merriam et Stock, 1925):
1. Arctodus (Leidy, 1854),
2. Arctotherium (Bravard, 1857),
3. Pararctotherium (Ameghino, 1904),
4. Tremarctos (Gervais, 1855).
(.-. Καλλιστώ) , (, .14 ). ( ), (, .9 ), (, .157 ).
-. . , (. II 425-437), , . , , . , , , . (Ἀρκάς), .
(Ἀρκτοῦρος), , (Ἀρκτοφύλαξ) (-. 8; . II 4, 1).
Cynosuris, -idis (-idos) adj. f Cynosura: ursa C. O .
Cynosūra, -ae f (. ) :
1) C, O, Man etc.;
2) St.
μεδέων (-οντος) ὁ [part. μεδέω = μέδω] , ;
ex. Ἴδηθεν μ. Δωδώνης μ. Hom. = Ζεύς; δελφίνων μ. Arph. = Ποσειδῶν;
μέδων (-οντος) ὁ [part. μέδω] , ; ex. Δαναῶν, Φαιήκων Hom.
μέδω
1) , , , .. ;
2) , , .
ἕδος (-εος) τό [ἕζω]
1) , ;
2) , .. ;
3) , ;
4) , ; ex. (θεῶν Hom., Hes.);
5) , ( ); ex. Θήβης ἕ. Hom. = Θήβη; Ἀσίας ἕ. Aesch. = Ἀσία; ἕ. Ἀργείων Eur. = τὸ Ἄργος;
6) ; ex. (δαιμόνων ἕδη Soph.; θεῶν ἕδη Isocr., Plat.);
7) , .
ἔδω
1) ; ex. (ὄψα Hom.: θερμέν δαῖτα Eur.; ἀρούρης καρπόν Luc., Plut.);
2) , ; ex. (εὐλαὴ ἔδονταί τινα Hom.);
3) , ; ex. (οἶκον Hom.; βίοτον Plut.);
4) , , , .
ἄρκος ὁ, ἡ NT v. l. (=ἄρκτος).
αρκτόμυς (, ).
ἄρκεσις (-εως) ἡ , Soph.
ἄρκιος 3, 2 1) , (μισθός Hom., Hes.; βίος Hes.): οὔχ οἱ ἄρκιον ἐσσεῖται φυγέειν Hom. ; νῦν ἄρκιον ἄπώσασθαι κακὰ νηῶν Hom. , ; 2) (τινι Theocr., Anth.).
ἀρκτήριον τό . , .
αρκής (ξεν-αρκής ).
Ἄργος ὁ , , , , .
ἑρκοῦρος (ἑρκ-οῦρος) ἕρκουρος ὁ Anth. ( ἐρκίον τό [demin. ἕρκος] ).
ἀρκῠ-ωρός ὁ , .. Xen. (ἄρκῠς , ωρός )
I οὖρος ὁ 1. ; 2.
II οὖρος ὁ (. urus) ., . Anth
III οὖρος ὁ [ὁράω] , (Νέστωρ, ο. Ἀχαιῶν Hom., Ἀχιλλεύς, ο. Αἰακιδᾶν Pind.): οὖρον καταλιπεῖν ἐπὶ κτεάτεσσιν Hom. . Νυκτ-οῦρος ὁ (= τοῦ Κρόνου ἀστήρ) ( ) Plut. ἑρκ-οῦρος ἕρκ-ουρος ὁ Anth. ( ἐρκίον τό [demin. ἕρκος] )
IV οὖρος ὁ . = ὅρος (ὄρος , , , ).
οὖρος ὁ (. urus) . , Anth.
Βορρᾶς ὁ . Thuc. = Βορέας.
Βορεύς (-ῆος) ὁ Anth. = Βορέας.
Βορέας (-ου), . (-έᾱ), .-. Βορέης, . Βορ(ρ)ῆς (-έᾱο -έω), . Βορρᾰς (-ᾱᾶ) ὁ
1) ( , . ) Hom., Hes., Pind., Her.;
2) --, Hom., Arst.;
3) : πρὸς βορέαν τινός Thuc. -.
Βορεάς (-άδος)
1) adj. f (πνοαί Aesch.).
2) ἡ , , .. Κλεοπάτρα ( ) Soph.
βόρειον τό
1) pl. Xen.: βορείων ὄντων βορείοις Arst. ;
2) pl. , (ἐν βορείοις Arst.).
borēus, -a, -um (.) (axis O).
Boreās, -ae m (.; . Aquilo) , V, O, Nep.; . H.
δράκον, ἔδρακον aor. 2 δέρκομαι
δέρκομαι (aor. 1 ἐδέρχθην, aor. 2 ἔδρακον - . δράκον, pf.-praes. δέδορκα)
1) , , ;
2) , ex. (δέδορκεν φέγγος Pind.; δεδορκὼς ἄστρον ὥς Soph.)
, ,
,
,